- σαφιιγιά
- η, Νβλ. σαφιικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαφιικός — ή, ό, Ν φρ. «σαφιική σχολή» μια από τις τέσσερεις νομικές σχολές τού σουνιτικού ισλαμισμού, την οποία ίδρυσε ο Ἀραβας στοχαστής Σαφιί, αλλ. σαφιιγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shafi ‘i < αραβ. al Shafi ‘ī, όν. Άραβα στοχαστή και θρηκευτικού αρχηγού] … Dictionary of Greek